φουσκοθαλασσιά

φουσκοθαλασσιά
η, Ν
κυματώδης ή ταραγμένη θάλασσα είτε σε νηνεμία είτε ενώ φυσάει άνεμος από κατεύθυνση διαφορετική από εκείνην από την οποία έρχεται το κύμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φουσκ-ώνω + συνδ. φωνήεν -ο- + θάλασσα + κατάλ. -ιά].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καραντί — το ναυτ. σφοδρή θαλασσοταραχή που εξακολουθεί να υφίσταται και μετά την κατάπαυση τού ανέμου, αποθαλασσιά, φουσκοθαλασσιά, κουφοθάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < τουρκ. karalti] …   Dictionary of Greek

  • κολόκυμα — το (Α κολόκυμα) η φουσκοθαλασσιά που προηγείται τής τρικυμίας («ὠθῶν κολόκυμα καὶ ταράττων καὶ κυκῶν», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. < κόλον «κοντό, βραχύ» + κῦμα. Η λ. στον Αριστοφάνη χρησιμοποιείται από τον Αλλαντοπώλη για τον… …   Dictionary of Greek

  • λόφος — Ονομασία πέντε οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 790 μ., 74 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αιγιαλείας του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα του νομού, 74 χλμ. Α της Πάτρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Διακοπτού. Μέχρι το 1955… …   Dictionary of Greek

  • αποθαλασσιά — η φουρτούνα και μετά το πέσιμο του αέρα, φουσκοθαλασσιά: Περίμεναν αρκετή ώρα, για να σταματήσει η αποθαλασσιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”