- φουσκοθαλασσιά
- η, Νκυματώδης ή ταραγμένη θάλασσα είτε σε νηνεμία είτε ενώ φυσάει άνεμος από κατεύθυνση διαφορετική από εκείνην από την οποία έρχεται το κύμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < φουσκ-ώνω + συνδ. φωνήεν -ο- + θάλασσα + κατάλ. -ιά].
Dictionary of Greek. 2013.